μπαγκέρης

μπαγκέρης
και μπανκέρης, ο
1. τραπεζίτης
2. (στη χαρτοπαιξία) αυτός που διευθύνει το παιχνίδι, ο μπαγκαδόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banchiere (βλ. λ. μπάγκα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπανγκιέρης — ο βλ. μπαγκέρης …   Dictionary of Greek

  • μπανκέρης — ο βλ. μπαγκέρης …   Dictionary of Greek

  • ταλιαδόρος — και ταγιαδόρος, ο, Ν μπαγκέρης, μπαγκαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. tagliador] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοκράτης — ο, Ν (στα τυχερά παιχνίδια) ο μπαγκέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο κράτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”